- συγκεχωρημέναι
- συγχωρέωcome togetherperf part mp fem nom/voc plσυγκεχωρημένᾱͅ , συγχωρέωcome togetherperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκεχωρημέν' — συγκεχωρημένα , συγχωρέω come together perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεχωρημένε , συγχωρέω come together perf part mp masc voc sg συγκεχωρημέναι , συγχωρέω come together perf part mp fem nom/voc pl συγκεχωρημένᾱͅ , συγχωρέω come together… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)